Κυριακή, 14 Σεπτεμβρίου

Η συνηθισμένη εικόνα για τη Μέση Ανατολή συνδυάζει οριενταλιστικά και ισλαμοφοβικά στερεότυπα με μια διάχυτη αίσθηση ότι η περιοχή βασανίζεται από συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις που κατά βάση έχουν να κάνουν με το ότι όσοι ζουν εκεί δεν μπορούν να φτάσουν ένα ορισμένο κατώφλι εκσυγχρονισμού και πολιτισμικής «κανονικότητας» ώστε να μπορούν να συνυπάρχουν ειρηνικά και να ακολουθήσουν τον «αναπτυγμένο κόσμο».

Μάλιστα, ως ένα βαθμό αυτό το σχήμα αναπαράγει και η ρητορική που έρχεται και από την πλευρά του Ισραήλ, μέσα από την αντίληψη της «μόνης δημοκρατίας της Μέσης Ανατολής» (όσο βέβαια μπορεί αυτό να αντέξει τη σύγκριση με την ίδια την πραγματικότητα, εάν αναλογιστούμε όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στη Γάζα).

Αυτό που συχνά αποσιωπάται σε τέτοιες αφηγήσεις είναι οι ευθύνες που έχουν οι δυτικές δυνάμεις για το πώς διαμορφώθηκε ο χάρτης της Μέσης Ανατολής, κυριολεκτικά και μεταφορικά, δηλαδή την ευθύνη και για το πώς διαμορφώθηκαν τα σύνορα των μετέπειτα κρατών, αλλά και ένα συνολικότερο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό τοπίο. Ουσιαστικά, αποσιωπάται το πώς σε μεγάλο βαθμό οι ανταγωνισμοί της ύστερης φάσης της αποικιοκρατίας εξακολουθούν ακόμη να διαμορφώνουν το σύγχρονο τοπίο συγκρούσεων.

Αυτή την ιστορία επιλέγει να διηγηθεί ο ιστορικός και συγγραφέας Τζέιμς Μπαρ στο βιβλίο του «Μια γραμμή στην άμμο. 1915-1949: Η Βρετανία, η Γαλλία, και η διαμάχη που διαμόρφωσε τη Μέση Ανατολή», που κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση του Μενέλαου Αστερίου.

Η «γραμμή στην άμμο» του τίτλου του βιβλίου είναι αυτή που χάραξαν το 1916 ο σερ Μαρκ Σάικς και ο Φρανσουά Ζορζ-Πικό, από τη Μεσόγειο μέχρι τα σύνορα της Περσίας, «από το Α της Άκρα μέχρι το τελευταίο Κ του Κιρκούρκ», όταν θέλησαν να οριοθετήσουν τις δύο «Εντολές» στη Μέση Ανατολή, τη Γαλλική βορείως της γραμμής, άρα στη Συρία και στον Λίβανο, τη Βρετανική νοτίως της γραμμής, δηλαδή στον Παλαιστίνη, την Υπεριορδανία και το Ιράκ.

Έκτοτε η «γραμμή Σάικς – Πικό» όπως έμελλε να μείνει γνωστή, έγινε συνώνυμη της ιμπεριαλιστικής αυθαιρεσίας και της συνακόλουθης πυροδότησης ενός μεγάλου φάσματος συγκρούσεων.

Ο Μπαρ στηρίζεται σε εκτεταμένη αρχειακή δουλειά και στην πρόσβαση σε αποχαρακτηρισμένο υλικό για να υποστηρίξει ότι μια από τις κρίσιμες παραμέτρους των μετέπειτα εξελίξεων ήταν και ένας έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα στη Βρετανία και τη Γαλλία σε όλη την περίοδο από την αποδιάρθρωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έως το 1949, που συχνά πήρε τη μορφή ενός ιδιότυπου μυστικού πολέμου ανάμεσα σε δύο χώρες που κατά τα άλλα βρέθηκαν από την ίδια πλευρά και στους δύο παγκοσμίους πολέμους.

 

Αυτό που δείχνει ο Μπαρ είναι καταρχάς ο κυνισμός του συστήματος των «Εντολών» την επαύριο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που μπορεί τυπικά να είχαν ως σκοπό την απαλλαγή από την Οθωμανική εξουσία, όμως αυτό δεν σήμαινε και πραγματική ελευθερία των αραβικών πληθυσμών να αποφασίσουν για τον εαυτό τους. Βρετανία και Γαλλία, έχοντας ήδη να αντιμετωπίσουν την άνοδο των ΗΠΑ πρωτίστως ήθελαν να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους στην περιοχή, εκμεταλλευόμενες τις προσβάσεις τους στην περιοχή, ξεκινώντας από τον τρόπο που οι Γάλλοι είχαν για αιώνες ένα ρόλο προστάτη των χριστιανικών κοινοτήτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά και σημαντικά εμπορικά συμφέροντα και επενδύσεις, κάτι που εξηγεί την κεντρική σημασία που απέδιδαν στο Λίβανο και τη Συρία. Από την άλλη η Βρετανία, επεδίωκε να ελέγξει την ροή του πετρελαίου από τη Μεσοποταμία και το Ιράν, δεδομένου ότι ο Τσώρτσιλ έγκαιρα είχε δει τη σημασία του πετρελαίου ως καυσίμου αποφασίζοντας μάλιστα ο βρετανικός στόλος να κάνει τη μετάβαση από τον άνθρακα στο πετρέλαιο, να διατηρήσει τον έλεγχο της Παλαιστίνης ως τμήμα του ελέγχου της διώρυγας του Σουέζ και για να ελέγξει τις θαλάσσιες διαδρομές προς την Ινδία μέσω της διώρυγας και από τον Περσικό Κόλπο προς τον Ινδικό Ωκεανό.

 

Ο Μπαρ εξηγεί πώς αυτή η αρχική προσπάθεια συνεννόησης σύντομα πήρε τη μορφή διάφορων ανταγωνισμών που αφορούσαν όλες τις μετέπειτα στιγμές. Υποστηρίζει, έτσι, ότι ως ένα βαθμό η βρετανική μεταστροφή προς την υποστήριξη του σιωνιστικού κινήματος, μέσα από τη «Διακήρυξη Μπαλφούρ» είχε να κάνει και με προσπάθειά τους να αποτρέψουν μια διεθνή επιτροπεία της Παλαιστίνης μεταπολεμικά. Σε αυτό το φόντο εξηγεί και επιλογές όπως αυτή της τοποθέτησης του Φαϊζάλ ως βασιλιά του Ιράκ όταν οι Γάλλοι των έδιωξαν από τη Συρία, ενώ επισημαίνει και τον τρόπο που ακόμη και μέσα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο ντε Γκωλ προσπάθησε να υπερασπιστεί τα γαλλικά συμφέροντα στη περιοχή, ακόμη και όταν αυτό σήμαινε αντιπαράθεση με τη σύμμαχο Μεγάλη Βρετανία, ιδίως όταν αυτή στράφηκε προς την ανεξαρτησία της Συρίας και του Λιβάνου. Μάλιστα, υποστηρίζει ότι πλευρά αυτού του ανταγωνισμού ήταν και η γαλλική υποστήριξη των ένοπλων σιωνιστικών οργανώσεων στην περίοδο μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή την Ιργκούν και την Ομάδα Στερν, όταν αυτές κλιμάκωσαν την ένοπλη δράση τους ενάντια στους Βρετανούς στην Παλαιστίνη μέχρι και τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ.

Παρότι θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Μπαρ υπερτονίζει σε κάποιες περιπτώσεις τον ρόλο του γαλλοβρετανικού ανταγωνισμού, σε σχέση με άλλες παραμέτρους, ιδίως τη σχέση της Βρετανίας με τις ΗΠΑ σε διάφορες φάσεις. Επίσης, το γεγονός ότι παραμένει σε μια προσέγγιση περισσότερο παραδοσιακής διπλωματικής ιστορίας τον κάνει να υποτιμά συνολικότερους κοινωνικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς που επηρεάζουν τις εξελίξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, ξεκινώντας από την ενεργειακή μετάβαση προς το πετρέλαιο.

Όμως, ακόμη και έτσι το βιβλίο έχει ιδιαίτερη σημασία με την έννοια ότι κατορθώνει να υπενθυμίσει μια ολόκληρη ιστορία που συχνά την προσπερνάμε, να φέρει στο φως στοιχεία, να θυμίσει περιστατικά και λεπτομέρειες που αναμφίβολα είχαν τη σημασία τους (π.χ. το τι ακριβώς έκανε ο «Λώρενς της Αραβίας» και όλα αυτά με μια γραφή γλαφυρή και αφηγηματικά αποτελεσματική.

Πάνω από όλα, το βιβλίο αυτό υπογραμμίζει ότι για να φτάσουμε σε αυτό που σήμερα είναι η Μέση Ανατολή η ευθύνη μιας αποικιοκρατικής και ιμπεριαλιστικής λογικής – και του κυνισμού που τη συνόδευε – ήταν πολύ μεγαλύτερη από όσο θέλουν οι πολιτικοί επίγονοι όσων πήραν εκείνες τις αποφάσεις να παραδεχτούν σήμερα. Ακόμη και όταν στην πράξη, εάν κρίνουμε από την απροθυμία παρέμβασης για να μπει φραγμός στη γενοκτονική βία στη Γάζα, η ίδια λογική του κυνικού υπολογισμού παραμένει εξίσου ενεργή.

The post Μέση Ανατολή: Χαράσσοντας γραμμές στην άμμο appeared first on Polis Media.

Share.
Exit mobile version