[…] Εγκαθιστώντες την προσωρινήν κυβέρνησιν εις την Θεσσαλονίκην, δεν απεκηρύττομεν τον βασιλέα, και τουναντίον τίποτε δεν ηυχόμεθα περισσότερον, παρά να τον ίδωμεν διανοίγοντα τέλος τους οφθαλμούς του, και τρεπόμενον την οδόν της εθνικής πολιτικής, ότε θα ήμεθα ευτυχείς να ταχθώμεν όλοι πέριξ του θρόνου. Εάν το συμφέρον της Ελλάδος δεν εθυσιάζετο ολοσχερώς, αφ’ ενός εις την απόφασιν του βασιλέως να μείνη μέχρι τέλους πιστός εις τον λόγον που είχε δώση, κατά παράβασιν της συνταγματικής εξουσίας του, προς τον Γερμανόν αυτοκράτορα, να μη θίξη τους εκ των γειτόνων μας φίλους του, και αφ’ ετέρου εις την απόφασιν τών περί αυτόν, όπως εν ουδεμιά περιπτώσει στεφθή δι’ επιτυχίας η εθνική πολιτική των Φιλελευθέρων, θα ήτο δυνατόν να πραγματοποιηθή εκείνο που επεδίωκε. Ν’ αφήση δηλαδή το κράτος των Αθηνών ελευθέραν την εις το κίνημα προσχώρησιν αξιωματικών και υπαξιωματικών και την στρατολογίαν οπλιτών, ώστε να καταστή αποτελεσματικωτέρα η συνδρομή την οποίαν ηθέλαμεν να προσφέρωμεν εις την σύμμαχόν μας Σερβίαν και τους συμμάχους αυτής.
Τοιαύτη στάσις του βασιλέως και των περί αυτόν ηδύνατο να δικαιολογηθή άριστα απέναντι της Γερμανίας, όχι μόνον εκ των κινδύνων τους οποίους αντίθετος πολιτική εδημιούργει διά τον θρόνον, αλλά και εκ του γεγονότος ότι η υπόσχεσις η δοθείσα κατά την έναρξιν του πολέμου υπό του βασιλέως προς τον Κάιζερ ήτο να μη θίξη τους εκ των γειτόνων μας φίλους του, υπό τον όρον ότι οι τελευταίοι δεν θα έθιγαν τα τοπικά βαλκανικά συμφέροντά μας, ήτο δε προφανές ότι η προέλασις των Βουλγάρων και η κατάληψις ολοκλήρου της Ανατολικής Μακεδονίας έθιγε τα εν λόγω συμφέροντά μας. Ενώ, εξ άλλου, διά της στάσεως ταύτης των εν Αθήναις κυβερνώντων θα διεσκεδάζοντο αι περί των διαθέσεων και προθέσεών των υποψίαι των συμμάχων και θα προελαμβάνετο επομένως και η ατυχής επέμβασις του ναυάρχου Φουρνέ, και τα Νοεμβριανά. Θα ηδύνατο ούτως η κυβέρνησις των Αθηνών να διατηρήση την ουδετερότητά της, μέχρι της στιγμής καθ’ ην επίστευεν ότι ο πόλεμος, σύμφωνα με τας ευχάς της, θα ετερματίζετο με γερμανικήν νίκην, ή τουλάχιστον με λευκήν ειρήνην. Η πίστις δε αύτη δεν ηδύνατο να διαρκέση πέραν του Μαΐου του 1918, οπότε θα ήτο δυνατόν να εξέλθη και η κυβέρνησις των Αθηνών από την ουδετερότητα, τιθεμένου του βασιλέως επί κεφαλής του όλου εθνικού στρατού. Ή αν, επί τέλους, η αντισυνταγματικώς δοθείσα εις τον Κάιζερ υπόσχεσις υπό του βασιλέως εθεωρείτο τόσον ιερόν πράγμα, ώστε και μετά την αθέτησιν του όρου υπό τον οποίον εδόθη να μην αποφασίζη ο βασιλεύς ν’ απομακρυνθή απ’ αυτήν, θα ηδύνατο και θα ώφειλε να παραιτηθή, διά ν’ αφήση τον υιόν του να εφαρμόση την εθνικήν πολιτικήν. Αλλ’ η τοιαύτη στάσις του βασιλέως κατέστη αδύνατος διά τους ανωτέρω εκτεθέντας λόγους. Και ούτω, μετά τα Νοεμβριανά, ευρέθημεν εις την ανάγκην ν’ αποκηρύξωμεν τον βασιλέα Κωνσταντίνον. Όταν έχη κανείς υπ’ όψιν με ποίαν επιτυχίαν εστέφθη το κίνημα της Θεσσαλονίκης, εννοεί καλώς διατί ο κ. Μεταξάς αγωνίζεται εις επανειλημμένα άρθρα του να πείση τους αναγνώστας του ότι η συνθήκη των Σεβρών ήτο «χάρτης άγραφος και άνευ αξίας», διότι η Ελλάς προς εφαρμογήν της ήτο εγκαταλελειμμένη εις τας ιδίας μόνον δυνάμεις.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 26.11.1934, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
«Η συνθήκη των Σεβρών», γράφει ο κ. Μεταξάς, «ετερμάτιζε τον πόλεμον των συμμάχων με την Τουρκίαν της Κωνσταντινουπόλεως, και άφηνε την Ελλάδα να πολεμήση μόνη της με τον Κεμάλ». Και κατωτέρω προσθέτει:
«Και ούτως η Ελλάς ευρέθη μόνη της εις πόλεμον προς ολόκληρον το τουρκικόν έθνος, συγκεντρωμένον περί τον Κεμάλ, ενώ οι σύμμαχοι ευρίσκοντο εν ειρήνη προς το αυτό τουρκικόν έθνος, αλλ’ εκπροσωπούμενον υπό της κυβερνήσεως της Κωνσταντινουπόλεως, την οποίαν Κωνσταντινούπολιν διετήρουν εις χείρας των ως παρακαταθήκην διά να την αποδώσουν εις το τουρκικόν έθνος αλώβητον από πάσης ελληνικής επιχειρήσεως».
Οι ισχυρισμοί αυτοί του κ. Μεταξά αποτελούν απ’ αρχής μέχρι τέλους σειράν εκπληκτικής διαστροφής ιστορικών γεγονότων. Η υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών δεν είνε αληθές ότι ετερμάτιζε τον πόλεμον των συμμάχων με την Τουρκίαν. Ο πόλεμος θα ετερματίζετο όχι διά της απλής υπογραφής της συνθήκης, αλλά διά της εκτελέσεως αυτής. Οι δε σύμμαχοι είχον άμεσον ενδιαφέρον όπως εκτελεσθή η υπογραφείσα συνθήκη, διά της οποίας όλαι αι αραβικαί επαρχίαι της οθωμανικής αυτοκρατορίας απεσπώντο απ’ αυτής, και εσχηματίζοντο εξ αυτών νέα κράτη, η Συρία, η Παλαιστίνη, η Τρανσιορδανία, η Μεσοποταμία, τα οποία ετέλουν υπό mandat αγγλικόν ή γαλλικόν, και το Χετζάζ [Αραβία] περιλαμβάνον τας ιεράς πόλεις Μέκκας και Μεδίνης. Είχον επίσης ενδιαφέρον άμεσον διά την εκτέλεσιν των όρων της συνθήκης οι οποίοι ανεγνώριζαν το αγγλικόν προτεκτοράτον επί της Αιγύπτου και παρεχώρουν την Κύπρον εις την Αγγλίαν, καθώς και εκείνων που αφεώρων την ελευθερίαν των Στενών. Είχον άμεσον ακόμη ενδιαφέρον διά τα αφορώντα την προνομιακήν θέσιν των υπηκόων των εν Τουρκία, και διά την εφαρμογήν του πρωτοκόλλου περί διαιρέσεως εις ζώνας επιρροών των εδαφών που παρέμεναν υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν εις την Ανατολίαν, καθώς και την παραχώρησιν των ανθρακωρυχείων της Ποντοηρακλείας εις την Ιταλίαν, διά να περιορισθώ εις τους κυριωτέρους όρους της συνθήκης των Σεβρών οι οποίοι αφεώρων άμεσα ενδιαφέροντα των συμμάχων μας μεγάλων δυνάμεων. Και ενδιεφέροντο τέλος εκ γενικωτέρων λόγων διά την ίδρυσιν του ανεξαρτήτου κράτους της Αρμενίας και του αυτονόμου ή ανεξαρτήτου Κουρδιστάν, τα οποία ιδρύοντο διά της συνθήκης των Σεβρών.
Δεν είνε λοιπόν αληθές ότι η Ελλάς, μετά την υπογραφήν της συνθήκης των Σεβρών, «ευρέθη μόνη της εις πόλεμον προς ολόκληρον το τουρκικόν έθνος, συγκεντρωμένον περί τον Κεμάλ, ενώ οι σύμμαχοί της ευρίσκοντο εν ειρήνη προς το αυτό τουρκικόν έθνος, εκπροσωπούμενον υπό της κυβερνήσεως της Κωνσταντινουπόλεως».
Όπως δεν είνε αληθές ότι την Κωνσταντινούπολιν οι σύμμαχοι διετήρουν εις χείρας των «ως παρακαταθήκην, διά να την διατηρήσουν αλώβητον από πάσης ελληνικής επιχειρήσεως». Τουναντίον, την Κωνσταντινούπολιν κατείχον οι σύμμαχοι από κοινού μετά της Ελλάδος, δυνάμει των όρων της ανακωχής του Μούδρου, προς τον σκοπόν τού να εξασφαλίσουν την εκτέλεσιν των όρων της ειρήνης.
Φαίνεται δε ότι η τύφλωσις του κ. Μεταξά εκ της γερμανοφιλίας του ήτο τόσον πλήρης, ώστε δεν έμαθε ποτέ, ούτε μέχρι σήμερον, ότι οι σύμμαχοι μέχρι της 1ης Νοεμβρίου 1920 κατείχον την Κωνσταντινούπολιν, όχι διά να την προφυλάξουν αλώβητον από πάσης ελληνικής επιχειρήσεως, αλλά την κατείχον, από κοινού μετά της Ελλάδος, αντιπροσωπευομένης εις την κατοχήν ταύτην διά του στόλου της, ο οποίος ώρμα προ των ανακτόρων του Δολμά-Μπαχτσέ. Η από κοινού κατοχή της Κωνσταντινουπόλεως υπό των συμμάχων, εις τους οποίους περιελαμβάνετο τότε και η Ελλάς, ήλλαξε χαρακτήρα αφ’ ης οι μετά την 1ην Νοεμβρίου 1920 διάδοχοί μου εν Αθήναις, περιφρονούντες τας δύο απειλητικάς διακοινώσεις των δυνάμεων, επανέφεραν εις τον θρόνον τον βασιλέα Κωνσταντίνον και διέρρηξαν τοιουτοτρόπως τον συμμαχικόν δεσμόν μας με αυτάς.
Και μολονότι διετηρείτο ακόμη η συμμαχική κατοχή επί τη βάσει της ανακωχής του Μούδρου, διά την εξασφάλισιν της εκτελέσεως των όρων της συνθήκης των Σεβρών, όσοι ενδιαφέρουν αμεσώτερον τους συμμάχους, εχρησίμευε συγχρόνως, μετά την παλινόρθωσιν του Κωνσταντίνου, και εις προστασίαν αυτής κατά ελληνικής επιθέσεως, όπως απεδείχθη κατά την παράφρονα απόπειραν της μετανοεμβριανής κυβερνήσεως, όπως βαδίση διά μέρους τού εν Μικρά Ασία στρατού κατά της Κωνσταντινουπόλεως. Θα ήθελα να γνωρίζω τι προτιμά ο κ. Μεταξάς να πιστεύσωμεν, ότι εν γνώσει κακοποιεί κατά τοιούτον τρόπον την αλήθειαν, ή ότι η τύφλωσις με την οποίαν υπερήσπιζε διαρκούντος του πολέμου την βασιλικήν πολιτικήν δεν του επέτρεψεν ούτε τότε, αλλ’ ούτε και μέχρι σήμερον, να μάθη ότι, μετά την ανακωχήν του Μούδρου και μετά την συνθήκην των Σεβρών, και μέχρι της παλινορθώσεως του Κωνσταντίνου, η Κωνσταντινούπολις κατείχετο υπό των συμμάχων όχι εναντίον ημών, αλλ’ εν συνεργασία μεθ’ ημών ως ισοτίμων συμμάχων προς επιβολήν της εκτελέσεως των όρων της ειρήνης;
*Άρθρο του Ελευθερίου Βενιζέλου αναφορικά με τη θέση της Ελλάδας μετά την υπογραφή της περίφημης Συνθήκης των Σεβρών. Είχε δημοσιευτεί στο «Ελεύθερον Βήμα» τη Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 1934, ήταν δε ένα εκ των δεκάδων άρθρων που είχαν συνταχθεί από τον Βενιζέλο το φθινόπωρο του 1934 αναφορικά με το διαβόητο Εθνικό Διχασμό και είχαν φιλοξενηθεί στις στήλες τής εν λόγω εφημερίδας.
Την ίδια περίοδο μια άλλη ιστορική εφημερίδα, «Η Καθημερινή», προέβαλλε σειρά άρθρων του Ιωάννη Μεταξά για το ίδιο θέμα (σε αυτά τα άρθρα αναφέρεται στο ανωτέρω κείμενο ο Βενιζέλος), με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί μια προσωπική αντιμαχία μεταξύ των δύο σπουδαίων ανδρών.
Η Συνθήκη των Σεβρών υπεγράφη το απόγευμα της 28ης Ιουλίου 1920 (κατά το παλαιό ημερολόγιο) από τους πληρεξουσίους δεκατεσσάρων συμβαλλομένων μερών, μεταξύ αυτών της νικήτριας Ελλάδας και της ηττημένης Τουρκίας ασφαλώς.
The post Συνθήκη Σεβρών: Κάθε άλλο παρά «χάρτης άγραφος και άνευ αξίας» appeared first on Polis Media.